lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιδημία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
epidemic, epidemical, outbreak, pestilence
επιδημία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
epidemie
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
epidemie, seuche
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
epidemi, farsot
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
epidemia, peste
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pandémie, épidémie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
epidemia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
epidemi, farsott
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эпидемия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
epidemi, farsot
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
епидемия
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epidemia, kulkutauti, rutto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
epidemija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
járvány, ragály
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
epidemija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contagio, epidemia, peste
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
епідемія, чума
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
epidemia

Σχετικές λέξεις

επιδημία γρίπης 2014, επιδημία γρίπης, επιδημία πανώλης, επιδημία του κόλπου minamata, επιδημία γέλιου, επιδημία ορισμός, επιδημία χορού, επιδημία γαστρεντερίτιδας, επιδημία γρίπης 1918