lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιτιθέμενος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aggressor, assailant, attacker, blusterer, forward, forwards, oppressor, raider, striker
επιτιθέμενος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
agresor, nájezdník, útočník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aggressor, angreifer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
angriber
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agresor, atacante, delantero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agresseur, attaquant, envahisseur, insulteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aggressore, attaccante, centravanti
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
агрессор, нападающий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
angripare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
агрэсар, нападаючы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kallaletungija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
napadač
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
agresszor, támadó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
agresorius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agressor, assaltante, atacante
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
napadalec
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
útočník
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
агресивний, агресор, нападаючий, нападник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
agresor, napastnik