lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γόνατο στα εσθονική

Λέξη:
γόνατο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (2):
küünarnukk, põlv
Σχετικές λέξεις:
εσθονική γόνατο, γόνατο χονδροπάθεια, γόνατο των δρομέων - σύνδρομο λαγονοκνημιαίας ταινίας, γόνατο του δρομέα, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο στα εσθονική, küünarnukk στα ελληνικά
γόνατο στα εσθονική