lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γόνατο στα ουγγρική

Λέξη:
γόνατο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
könyökcső, térd
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική γόνατο, γόνατο χονδροπάθεια, γόνατο των δρομέων - σύνδρομο λαγονοκνημιαίας ταινίας, γόνατο του δρομέα, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο στα ουγγρική, könyökcső στα ελληνικά
γόνατο στα ουγγρική