lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ευπρέπεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decency, decorum, property, propriety
ευπρέπεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dekorum, slušnost, zdvořilost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstand, zucht
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decencia, decoro, honestidad, modestia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bienséance, décence, décorum, honnêteté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decenza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sømmelighet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
порядочность, приличие, пристойность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anständighet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приличие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прыстойнасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sündsus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
soveliaisuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pristojnost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
illem
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decoro, decência, honestidade
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порядність, пристойність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przyzwoitość

Σχετικές λέξεις

ευπρέπεια συνώνυμα