lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άθλιος στα ιταλικά

Λέξη:
άθλιος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (27):
abbietto, abietto, compassionevole, deplorevole, disgraziato, esoso, flebile, indegno, infame, infelice, lamentevole, lamentoso, lugubre, malaugurato, malvagio, mediocre, meschino, miserabile, misero, nefando, pietoso, povero, scarso, sciagurato, sfortunato, spiacevole, squallido
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά άθλιος, άθλιος συνώνυμο, άθλιος συνώνυμα, άθλιος στα αγγλικα, άθλιος ετυμολογία, άθλιος στα ιταλικά, abbietto στα ελληνικά
άθλιος στα ιταλικά