lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άθλιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άθλιος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
acabrunhado, aflito, coitado, corona, deploraste, desgranado, desvalido, dolente, indigente, infame, infeliz, infortunado, lastimemos, lastimável, mediano, miserações, miserável, piloso, pobre, pérfido, traidor, triste, vil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άθλιος, άθλιος συνώνυμο, άθλιος συνώνυμα, άθλιος στα αγγλικα, άθλιος ετυμολογία, άθλιος στα πορτογαλικά, acabrunhado στα ελληνικά
άθλιος στα πορτογαλικά