αναισθητοποιώ στα αγγλικά αναισθητοποιώ στα ισπανικά αναισθητοποιώ στα γαλλικά αναισθητοποιώ στα νορβηγικά αναισθητοποιώ στα ρωσικά αναισθητοποιώ στα ουγγρική αναισθητοποιώ στα πολωνική
επινοώ στα ουκρανικά σπρώχνω στα γαλλικά κελί στα ρωσικά πρόσφατος στα εσθονική κουκούλα στα ουγγρική
επινοώ σημασία πρόσφατος συνώνυμο σπρώχνω συνώνυμα κελί φυλακής κουκούλα αυτοκινήτων