lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανεπάρκεια στα ιταλικά

Λέξη:
ανεπάρκεια (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
bisogno, carenza, carestia, difetto, esigenza, insufficienza, mancanza, penuria, scarsità, stento
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ανεπάρκεια, ανεπάρκεια ωοθηκών, ανεπάρκεια τριγλώχινας βαλβίδας, ανεπάρκεια τραχήλου, ανεπάρκεια συνώνυμο, ανεπάρκεια καρδιάς, ανεπάρκεια στα ιταλικά, bisogno στα ελληνικά
ανεπάρκεια στα ιταλικά