lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανεπάρκεια στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανεπάρκεια (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
carência, falha, falta
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανεπάρκεια, ανεπάρκεια ωοθηκών, ανεπάρκεια τριγλώχινας βαλβίδας, ανεπάρκεια τραχήλου, ανεπάρκεια συνώνυμο, ανεπάρκεια καρδιάς, ανεπάρκεια στα πορτογαλικά, carência στα ελληνικά
ανεπάρκεια στα πορτογαλικά