lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλίψη στα ιταλικά

Λέξη:
θλίψη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
afflizione, cordoglio, crepacuore, cruccio, dispiacere, fastidio, grattacapo, guaio, patimento, pena, preoccupazione, sconforto, seccatura, tristezza
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά θλίψη, θλίψη συνώνυμα, θλίψη στίχοι, θλίψη ποιήματα, θλίψη ποίηση, θλίψη και οργή για την 14χρονη καρολίνα, θλίψη στα ιταλικά, afflizione στα ελληνικά
θλίψη στα ιταλικά