lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εμπλουτίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amend, enrich, fatten, fertilise, fertilize, modify, rationalise, revamped, streamline
εμπλουτίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
doplnit, hnojit, oplodnit, pozměnit, zlepšit, změnit, zušlechtit, zúrodnit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befruchten, ertragreich, rationalisieren, verbessern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forbedre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
beneficiar, estercolar, fecundar, fecundizar, fertilizar, mejorar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amender, améliorer, défricher, fertiliser, féconder
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emendare, migliorare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbedre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удобрять, улучшать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bättra, förbättra
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паляпшаць, угнойваць, удабраць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höystää, jalostaa, korjata, lannoittaa, parantaa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fecundar, fertilizar, melhorar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
modifica, îmbunătăţi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
битва, бій, більша, викорінювати, викоріняти, живіть, збагатити, збагатіть, збагачувати, коректувати, краща, краще, кращий, ліпший, меліорувати, перетворення, покращтеся, покращувати, поліпшення, поліпшити, поліпшитися, поліпшувати, поліпшуватися, поліпшіть, поправити, поправляти, підбадьорте, піднести, підносити, підніміть, підсолодіть, реформа, реформувати, товстійте, удобрювати, удобріть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
usprawniać, użyźniać

Σχετικές λέξεις

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω αγγλικά