νιαουρίζω στα αγγλικά νιαουρίζω στα τσεχική νιαουρίζω στα γερμανικά νιαουρίζω στα ισπανικά νιαουρίζω στα γαλλικά νιαουρίζω στα νορβηγικά νιαουρίζω στα ρωσικά νιαουρίζω στα σουηδικά νιαουρίζω στα λευκορωσίας νιαουρίζω στα ουκρανικά νιαουρίζω στα πολωνική
αξιωματικός στα αγγλικά εξοπλισμός στα αγγλικά διευρύνω στα αγγλικά απληστία στα γαλλικά μαστιγώνω στα αγγλικά
μαστιγώνω το δελφίνι διευρύνω συνώνυμο αξιωματικός πολεμικού ναυτικού εξοπλισμός εστίασης απληστία λεξικό