lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατηγορώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accuse, arraign, asperse, blame, denounce, impeach, impute, incriminate, indict
κατηγορώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
inkriminovat, obvinit, obviňovat, obžalovat, odsoudit, odsuzovat, svědčit, vinit, vyčítat, žalovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anklagen, anschuldigen, anzuschuldigen, beschuldigen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anklage, bebrejde, belaste, beskylde, laste, tiltale
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acriminar, acusar, culpar, incriminar, inculpar, procesar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accuser, charger, déclamer, déférer, entraccuser, imputer, incriminer, inculper, récriminer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusare, addebitare, caricare, denunciare, imputare, incolpare, incriminare, tacciare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anklage, bebreide, belaste, beskylde, laste, tiltale
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инкриминировать, обвинять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anlage, beskylla, åklaga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fajësoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абвінавачваць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
süüdistama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syyttää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tužiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
beperel
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acusar, arguir, culpar, denunciar, incriminar, inculpar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викласти, виріб, денонсувати, донести, донесіть, доносити, застелити, звинуватити, звинувачувати, звинувачуйте, класти, накривати, накрити, обвинуватити, обвинуватьте, обвинувачувати, параграф, покладати, покласти, положення, положити, постелити, предмет, пункт, річ, стаття, стелити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obwiniać, oskarżać

Σχετικές λέξεις

κατηγορώ τους ανθρώπους, κατηγορώ συνώνυμα, κατηγορώ το κορμί μου, κατηγορώ ετυμολογία, κατηγορώ συνώνυμο, κατηγορώ του ζολά, κατηγορώ εμίλ ζολά, κατηγορώ τους ανθρώπους (1966), κατηγορώ τους δυνατούς, κατηγορώ το κκε με μάρτυρα το ίδιο