lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κλίμακα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gamut, gauge, gradation, incidence, pitch, range, scale
κλίμακα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kalibr, měrka, měřítko, norma, paleta, stupnice, škála, žebřík, žebříček
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
celsius-skala, einteilung, gestein, maß, maßstab, skala, skale
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
målestokke, skala
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escala, gama
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diapason, gamme, jauge, standard, échelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gamma, scala
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
målestokk, skala
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гамма, деление, диапазон, масштаб, шкала
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skala
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkrep, shkëmb
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диапазон, скала
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
драбiны, маштаб, скала, шкала
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kalju, kari
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asteikko, kallio, kivi, luoto, paasi, sävelasteikko
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stijena
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
beosztás, bérc, kőszikla, kőzet, skála, szikla, szirt
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
akmuo, gama, mastelis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cálculo, desenho, escala, gama, pedra, penhasco, risco, roca, rocha, rochedo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
rock
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бескид, гама, гойдати, гойдатися, градація, діапазон, каміння, камінь, коливати, коливатися, колисати, колихати, колихатися, луска, лущити, лущитися, масштаб, межа, межі, обсяг, порода, піднятися, підніматися, розмах, розмір, рубець, стрімчак, ступінь, шкала, шрам
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gama, podziałka, skala

Σχετικές λέξεις

κλίμακα φορολογίας εισοδήματος 2014, κλίμακα likert, κλίμακα φορολογίας εισοδήματος 2013, κλίμακα ρίχτερ, κλίμακα mohs, κλίμακα γλασκώβης, κλίμακα μκο, κλίμακα μποφόρ, κλίμακα μερκάλι, κλίμακα μισθωτών 2013