lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κονσέρβα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caddy, can, canister, hovel, jail, milk-can, petrol-can, tin
κονσέρβα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kanystr, konev, krabice, plechovka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blechflasche, blechkanne, büchse, dose, kanister
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
boks, dåse, kande
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bidón, bote, lata
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bidon, boîte, ciboire, estagnon, gamelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barattolo, bidone, latta, lattina
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
boks, dåse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестянка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
boks, burk
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
limenka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bádogkanna, doboz, persely, szelence, ón
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skardinė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bote, lata
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cín
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
blaszanka, puszka

Σχετικές λέξεις

κονσέρβα ντομάτα κονκασέ, κονσέρβα σολομού, κονσέρβα cheddar cheese, κονσέρβα σαντιγύ, κονσέρβα τόνου, κονσέρβα τόνος θερμίδες, κονσέρβα κονκασέ, κονσέρβα βύσσινο, κονσέρβα ροδάκινο, κονσέρβα καλαμπόκι