ινσουλίνη στα αγγλικά ινσουλίνη στα γερμανικά ινσουλίνη στα δανική ινσουλίνη στα ισπανικά ινσουλίνη στα γαλλικά ινσουλίνη στα ιταλικά ινσουλίνη στα ρωσικά ινσουλίνη στα εσθονική ινσουλίνη στα ουγγρική ινσουλίνη στα λιθουανική ινσουλίνη στα πορτογαλικά ινσουλίνη στα πολωνική
γενικός στα κροατικά ματαιώνω στα ουκρανικά καλαφατίζω στα σουηδικά σαμποτάρω στα ιταλικά ζητιάνος στα ουγγρική
ζητιάνος ονειροκρίτης ματαιώνω συνώνυμα σαμποτάρω συνώνυμο γενικός γραμματέας δημοσίων εσόδων