lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σαμποτάρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sabotage, scamp
σαμποτάρω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
sabotovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sabotieren
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sabotear
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saboter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sabotare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
саботировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sabotera
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сабатаваць
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szabotázs
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
саботаж, саботувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sabotować

Σχετικές λέξεις

σαμποτάρω συνώνυμα, σαμποτάρω συνώνυμο