lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναμμένος στα λευκορωσίας

Λέξη:
αναμμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
дбайны, заўзяты, руплівы, старанны, шчыры
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αναμμένος, αναμμένος στα λευκορωσίας, дбайны στα ελληνικά
αναμμένος στα λευκορωσίας