lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασθενής στα λευκορωσίας

Λέξη:
ασθενής (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
трывучы, цярплівы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ασθενής, ασθενής του βερολίνου, ασθενής σε καταστολή, ασθενής πυρηνική δύναμη, ασθενής οντότητα, ασθενής με aids λιώνει σαν το κερί, ασθενής στα λευκορωσίας, трывучы στα ελληνικά
ασθενής στα λευκορωσίας