lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβραδύνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
επιβραδύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
апаражняць, апростваць, ачышчаць, вызваляць, замаруджваць, прыцішаць, прыцішваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επιβραδύνω, επιβραδύνω συνώνυμα, επιβραδύνω συνωνυμο, επιβραδύνω στα λευκορωσίας, апаражняць στα ελληνικά
επιβραδύνω στα λευκορωσίας