lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβραδύνω στα τσεχική

Λέξη:
επιβραδύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
odeslat, odmítnout, opustit, osvobodit, povolit, propustit, rozpouštět, uvolnit, zbavit, zpomalit, zpomalovat, zprostit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επιβραδύνω, επιβραδύνω συνώνυμα, επιβραδύνω συνωνυμο, επιβραδύνω στα τσεχική, odeslat στα ελληνικά
επιβραδύνω στα τσεχική