lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λαμβάνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
λαμβάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (16):
агортваць, апаноўваць, атрымлiваць, атрымліваць, атрымоўваць, ахопліваць, брацца, браць, захворваць, збіраць, здабываць, лічыць, набываць, нажываць, прыймаць, узяць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας λαμβάνω, λαμβανω υποψη συνώνυμο, λαμβάνω χώρα συνώνυμα, λαμβάνω χώρα, λαμβάνω υπόψη συνώνυμα, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω στα λευκορωσίας, агортваць στα ελληνικά
λαμβάνω στα λευκορωσίας