lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πινέλο στα λευκορωσίας

Λέξη:
πινέλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
гронка, кутас, пэндзаль, щчотка
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πινέλο, πινέλο σιλικόνης, πινέλο ρουζ, πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο ξυρίσματος, πινέλο στα λευκορωσίας, гронка στα ελληνικά
πινέλο στα λευκορωσίας