lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πινέλο στα πορτογαλικά

Λέξη:
πινέλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
brocha, escova, pincel
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πινέλο, πινέλο σιλικόνης, πινέλο ρουζ, πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο ξυρίσματος, πινέλο στα πορτογαλικά, brocha στα ελληνικά
πινέλο στα πορτογαλικά