lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πινέλο στα σουηδικά

Λέξη:
πινέλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
kost, pensel
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά πινέλο, πινέλο σιλικόνης, πινέλο ρουζ, πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο ξυρίσματος, πινέλο στα σουηδικά, kost στα ελληνικά
πινέλο στα σουηδικά