lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οροπέδιο στα λιθουανική

Λέξη:
οροπέδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
plynaukštė, padėklas
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική οροπέδιο, οροπέδιο φενεού, οροπέδιο των μουσών, οροπέδιο τρίπολης, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο περιοδικό, οροπέδιο στα λιθουανική, plynaukštė στα ελληνικά
οροπέδιο στα λιθουανική