lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούραση στα νορβηγικά

Λέξη:
κούραση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
besvær, møda, møye, pine, slit, smerte, tretthet, uleilighet, umak
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κούραση, κούραση συνώνυμα, κούραση στην εγκυμοσύνη, κούραση στα πόδια, κούραση στα μάτια, κούραση ματιών, κούραση στα νορβηγικά, besvær στα ελληνικά
κούραση στα νορβηγικά