lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οίκος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abode, home, house, household, shebang, tenement-house
οίκος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
domov, domácnost, dům, firma, rodina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berghütte, bude, domizil, eigenheim, familie, haus, haushalt, heim, heimat, privathaushalt, wohnsitz, wohnung, zuhause
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bo, bolig, bopæl, familie, hjem, hus, husholdning, husstand
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
almacén, casa, domicilio, familia, hogar, morada, techo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
comptoir, famille, foyer, lupanar, maison, maïs, piaule, prieuré, pénitencier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abitazione, casa, casalingo, famiglia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bo, bolig, enebolig, familie, gamlehjem, hem, hjem, hus, husholdning, slekt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дом, жилище, семья
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bo, bolig, hem, hjelm, hus
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
familje, shtëpi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дом, домакинство, жилище, къща
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дом
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
elamu, kodu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huonekunta, koti, talo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dologház, ház, sorház
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
būstas, namas, namie, šeima, šeimyna
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casa, domicilio, domicílio, família, habitação, lar, morada
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
casă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
dom, hiša
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будинок, будівля, встановлення, господарство, доме, домівка, домівку, дім, жилий, житло, заклад, заснування, мешкання, оселя, споруда, установа, установлення
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dom

Σχετικές λέξεις

οίκος ναύτου, οίκος christopher, οίκος εποχής σούλα, οίκος ευγηρίας η ευτυχισμένη δύσις, οίκος αδαμαντίνα, οίκος νυφικών αθήνα, οίκος νυφικών, οίκος αξιολόγησης, οίκος εποχής σούλα στη λάρισα, οικος ανοχής σουλα