lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουίζω στα ουγγρική

Λέξη:
βουίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
csengeni, telefonhívás, dörmögni, dorombol, morogni, dúdolni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βουίζω, βουίζω στα ουγγρική, csengeni στα ελληνικά
βουίζω στα ουγγρική