lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίψα στα ουγγρική

Λέξη:
δίψα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
áhítozás, szomjúság
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δίψα, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα εγκυμοσύνη, δίψα στα ουγγρική, áhítozás στα ελληνικά
δίψα στα ουγγρική