lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίψα στα γερμανικά

Λέξη:
δίψα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
bedürfnis, begehr, begierde, durst, lust, sehnsucht, verlangen, wunsch
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δίψα, δίψα στην εγκυμοσύνη, δίψα στίχοι, δίψα ονειροκρίτης, δίψα και εγκυμοσύνη, δίψα εγκυμοσύνη, δίψα στα γερμανικά, bedürfnis στα ελληνικά
δίψα στα γερμανικά