lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολυμπώ στα ουγγρική

Λέξη:
κολυμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
úszik, úszni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κολυμπώ, ονειροκρίτης κολυμπάω, κολυμπώ παρατατικός, κολυμπώ στα ουγγρική, úszik στα ελληνικά
κολυμπώ στα ουγγρική