lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολυμπώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κολυμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
вести, керувати, плавати, плисти, управте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κολυμπώ, ονειροκρίτης κολυμπάω, κολυμπώ παρατατικός, κολυμπώ στα ουκρανικά, вести στα ελληνικά
κολυμπώ στα ουκρανικά