lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολυμπώ στα βουλγαρικά

Λέξη:
κολυμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά κολυμπώ, ονειροκρίτης κολυμπάω, κολυμπώ παρατατικός, κολυμπώ στα βουλγαρικά, плувам στα ελληνικά
κολυμπώ στα βουλγαρικά