lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ογκώδης στα ουγγρική

Λέξη:
ογκώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
szolid, tömör
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ογκώδης, ογκώδησ συνώνυμα, ογκώδης συνώνυμο, ογκώδης βικιλεξικο, ογκώδης άγνοια, ογκώδης στα ουγγρική, szolid στα ελληνικά
ογκώδης στα ουγγρική