ογκώδης στα αγγλικά ογκώδης στα τσεχική ογκώδης στα γερμανικά ογκώδης στα δανική ογκώδης στα ισπανικά ογκώδης στα γαλλικά ογκώδης στα ιταλικά ογκώδης στα νορβηγικά ογκώδης στα ρωσικά ογκώδης στα σουηδικά ογκώδης στα λευκορωσίας ογκώδης στα φινλανδικά ογκώδης στα κροατικά ογκώδης στα πορτογαλικά ογκώδης στα σλοβακική ογκώδης στα ουκρανικά ογκώδης στα πολωνική
γράσο στα γαλλικά έντερο στα γαλλικά άμαξα στα σλοβενική γαλανός στα γαλλικά επιβεβαιώνω στα γαλλικά
άμαξα με άλογα γράσο σιλικόνης έντερο αέρια γαλανός δημήτρης επιβεβαιώνω λεξικό