lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ογκώδης στα ουκρανικά

Λέξη:
ογκώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
багатотомний, важкий, масивний, масований, міцний, нерівний, суворий, тяжкий, шерехатий, шершавий, шорсткий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ογκώδης, ογκώδησ συνώνυμα, ογκώδης συνώνυμο, ογκώδης βικιλεξικο, ογκώδης άγνοια, ογκώδης στα ουκρανικά, багатотомний στα ελληνικά
ογκώδης στα ουκρανικά