lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράβαση στα ουγγρική

Λέξη:
παράβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (12):
bántás, bűncselekmény, bűntett, gaztett, kihágás, megbecstelenítés, megszegés, megsértés, sérelem, sértés, áthágás, átlépés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική παράβαση, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, παράβαση στην αρχαία κωμωδία, παράβαση στίχοι, παράβαση ρ-40, παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, παράβαση στα ουγγρική, bántás στα ελληνικά
παράβαση στα ουγγρική