lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταυτόχρονα στα ουγγρική

Λέξη:
ταυτόχρονα (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
egyidejűleg, egyúttal, egyszerre, ugyanakkor
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ταυτόχρονα, ταυτόχρονα συνώνυμα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα στα αγγλικά, ταυτόχρονα μετάφραση, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα ουγγρική, egyidejűleg στα ελληνικά
ταυτόχρονα στα ουγγρική