τραυλίζω στα αγγλικά τραυλίζω στα τσεχική τραυλίζω στα γερμανικά τραυλίζω στα ισπανικά τραυλίζω στα γαλλικά τραυλίζω στα ιταλικά τραυλίζω στα ρωσικά τραυλίζω στα φινλανδικά τραυλίζω στα πολωνική τραυλίζω στα δανική τραυλίζω στα νορβηγικά τραυλίζω στα σουηδικά τραυλίζω στα πορτογαλικά
πολιτική αντιπροσώπευση ξύλο μαόνι συντονισμός σχολικής ζωής σύμμαχος συνώνυμο