lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραυλίζω στα τσεχική

Λέξη:
τραυλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
brebentit, brebtat, breptat, drmolit, koktat, koktavost, koktání, zadrhovat, zajíkání, žvatlat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τραυλίζω, τραυλίζω στα τσεχική, brebentit στα ελληνικά
τραυλίζω στα τσεχική