lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγανάκτηση στα ουκρανικά

Λέξη:
αγανάκτηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
виключення, виняток, гнів, горе, жалоба, жовч, збавте, збиток, злоба, злочин, злість, лють, образа, отруйність, отрута, поранення, поранити, порушення, пошкодження, провина, піке, рана, ранити, роздратування, селезінка, скарга, травма, ушкодження
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αγανάκτηση, δικαιολογημένη αγανάκτηση, αγανάκτηση φίλιπ ροθ, αγανάκτηση συνώνυμα, αγανάκτηση σουβλάκι, αγανάκτηση λεξικο, αγανάκτηση στα ουκρανικά, виключення στα ελληνικά
αγανάκτηση στα ουκρανικά