lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγανάκτηση στα αγγλικά

Λέξη:
αγανάκτηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (33):
aggravation, anger, animosity, bisque, bitter, choler, compunction, contrition, dander, frustration, grid, grief, grievance, grudge, heartbreak, helpless, ill-feeling, malice, malignity, pique, pity, rage, rancour, regret, remorse, repentance, resentment, sorrow, spite, spleen, umbrage, venom, wrath
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αγανάκτηση, δικαιολογημένη αγανάκτηση, αγανάκτηση φίλιπ ροθ, αγανάκτηση συνώνυμα, αγανάκτηση σουβλάκι, αγανάκτηση λεξικο, αγανάκτηση στα αγγλικά, aggravation στα ελληνικά
αγανάκτηση στα αγγλικά