lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναμόρφωση στα ουκρανικά

Λέξη:
αναμόρφωση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
викорінювати, викоріняти, перетворення, поліпшення, поліпшити, поліпшитися, поліпшувати, поліпшуватися, реформа, реформація, реформувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αναμόρφωση, αναμόρφωση συνιστολόγιο, αναμόρφωση σημασία, αναμόρφωση προϋπολογισμού 2014, αναμόρφωση προϋπολογισμού, αναμόρφωση λεξικό, αναμόρφωση στα ουκρανικά, викорінювати στα ελληνικά
αναμόρφωση στα ουκρανικά