lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναπνέω στα ουκρανικά

Λέξη:
αναπνέω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
віяти, дихати, дихніть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αναπνέω, δεν αναπνέω, αναπνέω στα γαλλικα, αναπνέω δύσκολα, αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω tattoo, αναπνέω στα ουκρανικά, віяти στα ελληνικά
αναπνέω στα ουκρανικά