lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναπνέω στα τσεχική

Λέξη:
αναπνέω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
dech, dýchat, oddechnout, vánek, vdechovat, vydechovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αναπνέω, δεν αναπνέω, αναπνέω στα γαλλικα, αναπνέω δύσκολα, αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω tattoo, αναπνέω στα τσεχική, dech στα ελληνικά
αναπνέω στα τσεχική