lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθήκη στα ουκρανικά

Λέξη:
αποθήκη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
ангар, арсенал, банк-депозитарій, банк-хранитель, басейн, вклад, вмістище, грим, депо, депозитарій, журнал, запас, запасіть, зберігання, конституція, косметика, крамницю, крамниця, кіно, магазин, нагромадження, резервуар, скарбниця, склад, схов, сховище, тезаурус, часопис
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποθήκη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη παπούτσια, αποθήκη κομμένου, αποθήκη καλλυντικών, αποθήκη στα ουκρανικά, ангар στα ελληνικά
αποθήκη στα ουκρανικά