lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενότητα στα ουγγρική

Λέξη:
ενότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
egység, egyes, gépegység
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ενότητα, ενότητα συνώνυμο, ενότητα πολιτών-νέα γιάννενα, ενότητα πολιτών, ενότητα για την ανατροπή γαλάτσι, ενότητα για την ανατροπή, ενότητα στα ουγγρική, egység στα ελληνικά
ενότητα στα ουγγρική