lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απόλυτος στα ουκρανικά

Λέξη:
απόλυτος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (43):
абсолют, абсолютний, брутальний, важкий, вимовити, вимовляти, висловіть, грубий, жорсткий, жорстокий, крайній, кременистий, масивний, міцний, неввічливий, негнучкий, незакінчений, необроблений, необумовлений, неослаблений, непохитний, неприємний, нерухомий, нерівний, нечемний, неґречний, пошерхлий, різкий, справжній, справжнісінький, сталевий, стійкий, суворий, твердий, терпкий, тяжкий, цілковитий, чистий, шерехатий, шерхлий, шершавий, шорсткий, явний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απόλυτος, απόλυτοσ συνώνυμο, απόλυτοσ εφιάλτησ, απόλυτος συνώνυμα, απόλυτος προορισμός, απόλυτος πράκτορας, απόλυτος στα ουκρανικά, абсолют στα ελληνικά
απόλυτος στα ουκρανικά