lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αστείο στα ουκρανικά

Λέξη:
αστείο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
блискати, виблискування, вікторина, гра, грайливість, дичина, дотепність, жарт, жартування, жартів, жартівливість, насміх, насмішка, насмішник, партія, чарівництво
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αστείο, αστείο ποδόσφαιρο, αστείο ποίημα, αστείο παλαβός, αστείο γιάννησ παλαβόσ, αστείο γιάννης παλαβός νεφέλη, αστείο στα ουκρανικά, блискати στα ελληνικά
αστείο στα ουκρανικά